βιβλιοσκώληξ

Greek Monolingual

ο
1. το σκουλήκι που καταστρέφει τα βιβλία
2. μανιώδης φίλος των βιβλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + σκώληξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Αλέξ. Φιλαδελφέα].