βιβλιοχαρτοπώλης

Greek Monolingual

ο
ιδιοκτήτης βιβλιοχαρτοπωλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + χαρτοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].