βίδα1. τοποθετώ βίδα σε μια επιφάνεια στρέφοντάς την2. φρ. α) «κάθεται βιδωμένος» — ακίνητοςβ) «έτσι μου τη βίδωσε» — πήρα αυτή τη σταθερή απόφαση.