βιδώνω

Greek Monolingual

βίδα
1. τοποθετώ βίδα σε μια επιφάνεια στρέφοντάς την
2. φρ. α) «κάθεται βιδωμένος» — ακίνητος
β) «έτσι μου τη βίδωσε» — πήρα αυτή τη σταθερή απόφαση.