βιότιον
English (LSJ)
τό, Dim. of βίοτος, scant living, Ar.Pl. 1165.
Spanish (DGE)
-ου, τό
vida económicamente modesta, un pasar οὗτος γὰρ ἐξηύρηκεν αὑτῷ βιότιον éste ya se ha buscado un pasar Ar.Pl.1165.
German (Pape)
[Seite 446] τό, dim. von βίοτος, kärglicher Lebensunterhalt, Ar. Plut. 1165.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vie chétive, petite vie.
Étymologie: βίοτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
βιότιον: τό скудные средства к жизни Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βιότιον: τό, ὑποκορ. τοῦ βίοτος, ὀλίγον εἰσόδημα, Ἀριστοφ. Πλ. 1165.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
βιότιον: τό, υποκορ. του βίοτος, ανεπαρκές, πενιχρό εισόδημα, σε Αριστοφ.