βολέω
English (LSJ)
A = βάλλω, Theol.Ar.37, Eust.1405.4; in early writers Ep.pf. Pass. βεβόλημαι to be stricken with grief and the like, ἄχεϊ… βεβολημένος ἦτορ Il.9.9, cf. Od.10.247; πένθεϊ… βεβολήατο πάντες Il.9.3; ἀμηχανίῃ βεβόλησαι A.R.4.1318; ἀμφασίῃ βεβόλητο Q.S.7.726.
II in literal sense, μήτηρ ἀμφ' αὐτὸν βεβολημένη falling about his neck, A.R.1.262; Βοώτης… ἀντέλλει βεβολημένοσ' Ἀρκτούροιο dominated by Arcturus, Arat.609.
Spanish (DGE)
1 lanzar, proyectar de la tríada identificada c. Hécate y en rel. c. el número seis ἑκατηβελέτιν (ἐκάλουν) ... ἀπὸ τοῦ τὴν τριάδα ... βολήσασαν ... ἀπογεννῆσαι αὐτήν (la llamaban) proyección de Hécate porque la tríada al proyectarla la engendró, Theol.Ar.37.
2 perf. βεβολήατο, βεβολημένος v. βάλλω.
German (Pape)
[Seite 452] = βάλλω, Theol. Arith. p. 37; dav. βεβόλημαι, s. βάλλω.
French (Bailly abrégé)
βολῶ :
seul. pf. Pass. part. βεβολημένος, pqp. 3ᵉ pl. épq. βεβολήατο;
c. βάλλω.
Étymologie: βολή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βολέω βάλλω alleen perf. med.-pass. βεβόλημαι, getroffen zijn; overdr.. ἄχεϊ βεβολημένος ἦτορ door verdriet getroffen in zijn hart Il. 9.9.
Russian (Dvoretsky)
βολέω: (Hom.; part. pf. pass. βεβολημενος) = βάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
βολέω: ΙΙ. μετ’ αἰτ. τοῦ βαλλομένου ὅπλου, ῥίπτω, ἐξακοντίζω, σπάν. παρ’ Ὁμ., βαλὼν βέλος Ἰλ. Ι. 495 · χαλκὸν ἐνί στήθεσσι βαλὼν Ἰλ. Ε. 346, πρβλ. Ὀδ. Υ. 62 · ἐν νηυσὶν πῦρ ... β. Ἰλ. Ν. 629 · ― ἀλλ. ὡσαύτως μετὰ δοτ. τοῦ βλήματος, ῥίπτω, κτυπῶ μέ τι πρᾶγμα, οἱ δ’ ἄρα χερμαδίοισι ... βάλλον Ἰλ. Μ. 155 · βέλεσι Ὀδ. Π. 277 · ― παρὰ πεζοῖς ἀπολ., β. ἐπί τινα, ῥίπτω ἐναντίον τινός, Θουκ. 8. 75 · ἐπί σκοπὸν ἢ σκοποῦ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 29, Λουκ. Ἐρωσ. 16 · καὶ μόνον, οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον Θουκ. 4. 33. 2) γενικῶς ἐπὶ παντός βαλλομένου πράγματος, εἰς ἄλα λύματ’ ἔβαλλον Ἰλ. Α. 314 · τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλεν Ὀδ. Ξ. 429 · [νῆας] β. ποτὶ πέτρας Μ. 71 · εὐνὰς β., ῥίπτω ἔξω τοὺς ὡς ἄγκυρα χρησιμεύοντας λίθους, Ι. 137 · β. σπόρον, ῥίπτω τον σπόρον, Θεόκρ. 25. 26 · ― μεταφ., ὕπνον ... ἐπὶ βλεφάροις β. Ὀδ. Α. 364 · β. σκότον ὄμμασι Εὐρ. Φοιν. 1530 · β. λύπην τινὶ Σοφ. Φ. 67. β) ἐπὶ προσώπων, β. τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ Ἰλ. Θ. 156, Ὀδ. Χ. 188 · γῆς ἔξω β. Σοφ. Ο. Τ. 622 · β. τινὰ ἄθαπτον ὁ αὐτ. Αἴ. 1333, πρβλ. Φ. 1068 · καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀνθ. ΙΙ. 5. 165, κτλ. · ― ἀκολούθως μεταφ., ἐς κακὸν β. τινὰ Ὀδ. Μ. 221 · ὃς με μετ’ ... ἔριδας καὶ νείκεα β. Ἰλ. Β. 376 · β. τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον Αἰσχύλ. Πρ. 388, Εὐρ. Τρω. 1058 · ὡσαύτως, ἐν αἰτίᾳ ἢ αἰτίᾳ β. τινὰ Σοφ. Ο. Τ. 657, Τρ. 940, (ἀλλ. ἐν Εὐρ. Τρω. 305, β. αἰτίαν ἔς τινα) · κινδύνῳ β. τινὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 1048. 3) ἀφίνω τι νὰ πέσῃ, ἐτέρωσε κάρη βάλεν Ἰλ. Θ. 306, πρβλ. Ψ. 697 · β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Ὀδ. Δ. 198, πρβλ. 114· κατὰ βλεφάρων βάλλω δάκρυα Θέογν. 1026 · κατ’ ὄσσων Εὐρ. Ἱππ. 1396 · αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ β. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182 · ― β. τοὺς ὀδόντας, ἐκβάλλω αὐτούς, ἀποκτῶ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 20, 11, κτλ. · οὕτω βάλλειν μόνον, αὐτόθι 22. 6. 4) ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ἑτέρωσε βάλ’ ὄμματα, ῥίπτω, διευθύνω, Ὀδ. Π. 179 · οὕτως, ὄμμα, αὐγάς, πρόσωπον β. εἴς ἢ πρός τι Εὐρ., κτλ. 5) ἐπὶ ζῴων, ὡθῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ εἰς τὸ μέτωπον, τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλὼν Ἰλ. Ψ. 572 · πρ. βαλόντες (ἐνν. ἵππους) αὐτόθι 639· βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Θεόκρ. 4. 44 · οὕτως, β. ψυχὰν ποτὶ κέρδεα Βίων 5. 12. 6) ἐπὶ χαλαρωτέρας ἐννοίας, ῥίπτω «πετῶ», δηλ. θέτω, τοποθετῶ, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μὲ ἔννοιάν τινα σπουδῆς, τὼ μὲν ... βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων Ἰλ. Ε. 574, πρβλ. Ρ. 40., Φ. 104 · μῆλα ... ἐν νηῒ β. Ὀδ. Ι. 470 · ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς β. Εὐρ. Ρῆσ. 721 · φάσγανον ἐπ’ αὐχένος β. ὁ αὐτ. Ὀρ. 51 · ― μεταφ., ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Ἰλ. Ε. 513 · ὅπως ... φιλότητα μετ’ ἀμφοτέροισι βάλωμεν, θέσωμεν φιλίαν μεταξὺ αὐτῶν, Δ. 16 · β. τί τινι ἐν θυμῷ, ὡς τὸ τιθέναι ἐπὶ φρεσίν Ὀδ. Α. 201, πρβλ. Ξ. 269 · οὕτως, ἐν καρδίᾳ β. Πίνδ. Ο. 13. 21 · ἀλλὰ καί, θυμῷ, ἐς θυμὸν β., βάλλω εἰς τὴν καρδίαν μου, ὡς ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Αἰσχύλ. Πρ. 705, Σοφ. Ο. Τ. 975. β) ἰδίως ἐπὶ τῆς ἐννοίας βάλλω ὁλόγυρα, ἀμφ’ ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα Ἰλ. Ε. 722, πρβλ. 731 · καὶ ἐπὶ ἐνδυμάτων ἢ ὅπλων, ἀμφὶ δ’ Ἀθήνη ὤμοις ... βάλ’ αἰγίδα Σ. 204 πρβλ. ἀμφιβάλλω, περιβάλλω. 7) καὶ ἐπὶ τῶν κύβων, ῥίπτω τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον ῥίψιμον, ἴδε ἐν. λ. κύβος · ― οὕτω πιθ., ψῆφος βαλοῦσα, ἀπολ., διὰ τοῦ ῥιψίματός της, ῥιπτομένη, Αἰσχύλ. Εὐμ. 751, πρβλ. Λοβ. Παραλ. 165. 8) ἡ μετοχὴ βαλών προστίθεται ἐνίοτε ὡς τὸ λαβὼν ἢ ἔχων, ἐν τέλει περιόδου ἢ προτάσεως σχεδὸν πλεοναστικῶς, μὲ ..., Σοφ. Ο. Κ. 475. ΙΙΙ. ἀμετάβ., πίπτω, ῥίπτομαι (πρβλ. ῥίπτω 7), ποταμὸς Μινυήιος εἰς ἅλα βάλλων Ἰλ. Λ. 722, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 744, κτλ. · [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας, δραμούσας περὶ τὸ τέρμα (ἐκτός ἂν εἶναι κατὰ τμῆσιν ἀντὶ τοῦ περιβ-), Ἰλ. Ψ. 462 · ἐγὼ δὲ ... τάχ’ ἐν πέδῳ βαλῶ (ἐνν. ἐμαυτήν) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1172, πρβλ. ῥίπτω 7 · (ἐν Χο. 574 ὁ Ἕρμανν. διορθώνει: ἀρεῖ ... καὶ κάτ’ ὀφθαλμοὺς βαλεῖ) · ― μεταγ., β. εἰς τόπον, φθάνω εἰς ..., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1579 · βαλὼν καθεῦδε, κατεκλίθη καὶ ἐκοιμᾶτο, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 10. 2) οὕτως ἐν τῇ συνήθει γλώσσῃ, βάλλ’ ἐς κόρακας, πήγαινε ἀπ’ ἐδῶ, κρημνίσου ! Λατ. pasce corvos ! abi in malam rem ! Ἀριστοφ. Σφ. 835, κτλ. · βάλλ’ ἐς μακαρίαν Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 293Α.
Greek Monotonic
βολέω: ενεστ.· βρίσκεται μόνο στην Παθ. μτχ. παρακ. βεβολημένος, «χτυπημένος» από θλίψη, σε Όμηρ.· βεβολήατο, Επικ. γʹ πληθ. υπερσ.
Frisk Etymological English
See also: s. βάλλω