βράκετον

English (LSJ)

βράκετρον, βράκετον, τό, pruning-hook, Hsch.; also = πλῆθος, Id.

Spanish (DGE)

1 δρέπανον. κλαδευτήριον Hsch.
2 πλῆθος (cf. βράσσω I 3) Hsch.