βραχύρριζος

English (LSJ)

βραχύρριζον, with a short root, ib.1.

Spanish (DGE)

-ον
que tiene raíces cortas τὰ φυτευόμενα Thphr.CP 3.7.1, cf. HP 7.2.9.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύρριζος: -ον, ὁ ἔχων βραχεῖαν ῥίζαν, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 7, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βραχύρριζος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει κοντές ρίζες.

German (Pape)

mit kurzen Wurzeln, Theophr.