γελοιαστικός

English (LSJ)

γελοιαστική, γελοιαστικόν, mirth-provoking, Eust.1837.8.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
cómico, divertido τὸ γ. τοῦ Ἴρου καὶ τοῦ ξείνου ἐπεισόδιον Eust.1837.8.

German (Pape)

[Seite 479] spaßhaft, Eustath.

Greek Monolingual

γελοιαστικός, -ή, -όν (Μ) γελοιάζω
αυτός που προκαλεί γέλια, ο αστείος.