γερακάρης

Greek Monolingual

ο (Α ἱερακάριος, Μ γερακάρης και γερακάρις) ιέραξ
αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά γεράκια
μσν.
τιμητικός τίτλος της αυλής του Βυζαντίου.