γλάμυξος

English (LSJ)

bleary-eyed, blear-eyed. See γλαμυρός.

Spanish (DGE)

γλάμυξος -ον que está afectado de rija ὄμματα EM 232.42G.

Greek (Liddell-Scott)

γλᾰμῠρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν λ. λήμη) λημώδης, «τζιμπλιάρης», Λατ. gramiosus, Ἱππ. 641. 11· ὡσαύτως, ὀφθαλμοὶ γλ. ὁ αὐτ. 642. 50· ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλ. βασιλεύει Παροιμ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Ω. 192.

German (Pape)

ον, triefäugig, EM. 232.42.