γλυκυχυμία

English (LSJ)

ἡ, v. γλυκύχυμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ jugo dulce Gal.14.749.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκῠχυμία: ἡ, τὸ ἔχειν γλυκὺν χυμόν, Γαλην. 2, 384C.