ες, like an excrescence, ἔκφυσις Hsch. s.v. γόγγρος.
-ες subst. ἡ γ. agalla del olivo, Hsch.s.u. γόγγρος.
[Seite 500] ες, = γογγροειδής, Hesych.
γογγρώδης, -ες (Α)αυτός που μοιάζει στο σχήμα με γόγγρο.