γονιμώδης
English (LSJ)
γονιμῶδες, fruitful, Orph.H.55.19.
Spanish (DGE)
-ες fecundante λουτρά del Nilo, Orph.H.55.19.
German (Pape)
[Seite 501] ες, fruchtbar, Αἰγύπτου λουτρά Orph. H. 55, 19.
Greek (Liddell-Scott)
γονιμώδης: -ες, (εἶδος) καρποφόρος, εὔφορος, Ὀρφ. Ὕμν. 54. 19.
Greek Monolingual
γονιμώδης, -ες (Α)
καρποφόρος, εύφορος.