γυιῶ (-όω) (Α)1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο2. εξασθενώ, βλάπτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυῖον ή, κατ' άλλους, < (σύνθ.) απογυιώ («εξασθενώ, αδυνατίζω»)].