γυμνόσωμος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει γυμνό σώμα
2. το ουδ. εν. ως ουσ. «το γυμνόσωμα» — μικρή μύγα που ζει επάνω στα άνθη, κυρίως στα σκιαδανθή
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυμνοσώματα
πτερόποδα μαλάκια με μικρό ατρακτοειδές σώμα.