-η, -ο1. αυτός που έχει γυμνό σώμα2. το ουδ. εν. ως ουσ. «το γυμνόσωμα» — μικρή μύγα που ζει επάνω στα άνθη, κυρίως στα σκιαδανθή3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυμνοσώματαπτερόποδα μαλάκια με μικρό ατρακτοειδές σώμα.