γυριστός
English (LSJ)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ γυριστός, -ή, -όν)
1. θολωτός
2. περιστροφικός
νεοελλ.
1. κεκαμμένος, κυρτός, καμπύλος
2. ελικοειδής, στριφτός
3. «γυριστό κλειδί» — αγκύλιο αλυσίδας με άξονα που επιτρέπει την ελεύθερη περιστροφή της χωρίς να προκαλούνται συστροφές
4. το θηλ. ως ουσ. η γυριστή
η ανέμη
5. το ουδ. ως ουσ. το γυριστό
θολοειδής λιθοδομία
6. (πληθ. ουδ ως ουσ.) τα γυριστά
είδος γλυκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυρίζω < γύρος. (Ο μαρτυρούμενος τ. γυρίζω είναι νεώτερος)].