γυψωτή, γυψωτόν, plastered, Hsch. s.v. τιτανωτή.
-ή, -όν revocado Hsch.s.u. τιτανωτή χρόα.
-ή, -ό (Α γυψωτός, -ή, -όν) γυψώ1. αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο2. αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο.