γυψωτός

English (LSJ)

γυψωτή, γυψωτόν, plastered, Hsch. s.v. τιτανωτή.

Spanish (DGE)

-ή, -όν revocado Hsch.s.u. τιτανωτή χρόα.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γυψωτός, -ή, -όν) γυψώ
1. αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο
2. αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο.