γόητρο

Greek Monolingual

το
1. θέλγητρο
2. κύρος, μεγαλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόης + (επίθημα) -τρο (πρβλ. θέλγητρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Α. Ραγκαβή].