γύρωθεν

Greek (Liddell-Scott)

γύρωθεν: κύκλωθεν, Θεοφύλ.

Spanish (DGE)

v. γυρόθεν.

Greek Monolingual

γύρωθε(ν) επίρρ. (Μ) γύρος
ολόγυρα, από παντού.

German (Pape)

[ῡ], s. γυρόθεν.