Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δασόφυτος
Greek Monolingual
-η, -ο (για τόπους) αυτός που καλύπτεται από δάση («δασόφυτες εκτάσεις, δασόφυτη πλαγιά»). [ΕΤΥΜΟΛ.<δάσος+ -φυτος<φυτός «φυσικός» <φύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].