δασώνω
Greek Monolingual
δάσος
Ι. 1. δεντροφυτεύω μια περιοχή ώστε να γίνει δάσος
2. (για τόπο) γίνομαι δασώδης, γεμίζω θάμνους («έμεινε χέρσο το χωράφι και δάσωσε»)
3. (για δέντρα ή θάμνους) αποκτώ πυκνό φύλλωμα («δάσωσε η τριανταφυλλιά»)
4. φρ. «σαν βάτος να δασώσει η νύφη κι ο γαμπρός» — να αποκτήσουν πολλά βλαστάρια, πολλά παιδιά κι εγγόνια
II. (μτχ. παθ. παρακμ.) δασωμένος, -η, -ο (Μ δασωμένος, -η, -ον)
1. (για τόπο) δασώδης
2. (για χωράφι ή κήπο) πυκνόφυτος ή πυκνοφυτεμένος
νεοελλ.
δασύτριχος («τα δασωμένα στήθια»).