δενδροκόπος

English (LSJ)

ὁ, woodcutter, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ agr. talador de árboles, PCair.Preis.20.23 (IV d.C.) en BL 8.76, cf. Gloss.3.307.

Greek Monolingual

ο (AM δενδροκόπος)
αυτός που κόβει δένδρα, ο υλοτόμος
νεοελλ.
ζωολ. γένος Δρυκολαπτιδών Πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχ. λ. δενδροκόπος < δένδρον + -κόπος < κόπτω.