δενδροσκέπαστος

Greek Monolingual

-η, -ο- (για τόπους) σκεπασμένος με δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + σκεπάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].