δημαρχείο

Greek Monolingual

το
το κτήριο στο οποίο στεγάζονται οι δημοτικές αρχές και υπηρεσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Κ. Κούμα].