διάμβαρ
Spanish (DGE)
ὁ
• Morfología: [indecl.]
cierta planta en una receta σκευαζέσθω γαργάρισμα ... σὺν τῷ διάμβαρ ἐξ ὕδατος θερμοῦ Gal.14.435.
ὁ
• Morfología: [indecl.]
cierta planta en una receta σκευαζέσθω γαργάρισμα ... σὺν τῷ διάμβαρ ἐξ ὕδατος θερμοῦ Gal.14.435.