διίαμβος

English (LSJ)

ὁ, syzygy of two iambic feet, Heph.3.3, D.T.p.120 U., Aristid. Quint.1.22.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ métr. diyambo, metro que consta de dos yambos D.T.Supp.p.120.12, igual a ἰαμβικὴ ταυτοποδία Heph.3.3, cf. Aristid.Quint.45.1, Diom.481.3, Donat.370, Sch.A.Th.417-421d.

Greek Monolingual

διίαμβος, ο (Α)
διπλός ίαμβος, συζυγία δύο ιαμβικών ποδών.