διαβύω

English (LSJ)

thrust through, ἐς τὸ στόμα Hp.Superf.5:—Med. (from δια-βυνέω), διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς they pass arrows through their left hand, Hdt.4.71:—Pass. (from δια-βύνω), πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται is passed through the keel, Id.2.96.

Greek (Liddell-Scott)

διαβύω: ὠθῶ οὕτως ὥστε νὰ φράξω, νὰ στουπώσω, Ἱππ. 260. 48. - Μέσ. (ἐκ τοῦ -βυνέω), διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς, διαπερῶσι βέλη διὰ τῆς ἀριστερᾶς των χειρός, Ἡρόδ. 4. 71.- Παθ., πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται (ἴσως -έεται), κατασκευάζεται οὕτως ὥστε νὰ περᾷ διὰ τῆς τρόπιδος, ὁ αὐτ. 2. 96.

Greek Monolingual

διαβύω (Α)
ωθώ, εισάγω, διαπερνώ έτσι ώστε να φράξω κάτι.

German (Pape)

(βύω), durch eine Öffnung hineinstoßen, -stopfen, Hippocr.