διαδέχομαι
English (LSJ)
fut. -ξομαι,
A receive one from another, δ. τὸν λόγον take up the word, i.e. speak next, Pl.R. 576b; λόγον παρά τινος D.H. Rh.8.14: abs., διαδεξάμενοι ἔλεγον Hdt.8.142; ἀποκρινόμενοι διαδέχεσθε Pl.Lg.900c; δ. νόμους παρὰ τῶν θεῶν, τέχνην, Antipho 1.3, Lys.24.6; τὴν διατριβήν, leadership of a school of philosophy, Phld. Acad.Ind.p.58 M.
2 δ. βασιλείαν succeed to the kingdom, Plb.2.4.7; ἀρχὴν παρά τινος Id.9.28.8; τὴν ναῦν δ. τινί, of a trierarch (cf. διαδοχή 1), D.50.38; πλοῦτον παρά τινος Luc.DMort.11.3.
II διαδέχεσθαί τινι succeed one, take his place, relieve him on guard, etc., Pl. Lg.758b, X.Cyr.8.6.18: later, δ. τινά Arist.Pol.1299b4, Plb.28.3.6; δ. τὰ κατὰ τὴν στρατηγίαν act for the στρατηγός, BGU18.3 (ii A. D.), etc.; τοὺς προφήτας στολισταὶ δ. represent, PGnom.193.
b appoint a successor to, τινά Eun.Hist.p.231 D.:—Pass., διεδέχθη τῆς στρατηγίας was relieved of his command, Id.p.243 D.
2 abs., relieve one another, τοῖς ἵπποις with fresh horses, X.An.1.5.2 (wrongly expld. as closing in from both sides by Demetr.Eloc.93); succeed, οἱ διαδεχόμενοι στρατηγοί Lys.13.62, cf. Arist.Pol.1293a29; οἱ διαδεξάμενοι the successors (of Alexander), Plb.9.34.11; οἱ τὰ Πύρρου δ. App.Ill.7: pf. part. Pass., νὺξ εἰσάγει καὶ νὺξ ἀπωθεῖ διαδεδεγμένη in turns, by turns, S.Tr.30; διαδεξάμενοι Act.Ap.7.45; οἱ διαδεχόμενοι καιροί Herod.Med. ap. Orib.7.8.3.
III supersede, τὸν ὕπατον D.S.24.1.
Spanish (DGE)
A c. suj. de pers.
I c. ac. de abstr. o de cosa
1 recibir en herencia o por sucesión, suceder en, heredar frec. c. giro prep. c. gen. de pers.:
a) ref. cargos polít. o milit. τὴν βασιληίην Hdt.4.161, cf. Plb.2.4.7, Milet 1(3).139.27 (III a.C.), τὴν κατ' Αἴγυπτον ἡγεμονίαν D.S.1.51, διεδέξατο παρ' αὐτοῦ τὴν ἀρχὴν Ἀλέξανδρος Plb.9.28.8, οἱ τὰ Πύρρου διαδεξάμενοι los sucesores de Pirro en la realeza, App.Ill.7, ὅτε δὲ διαδέξαιντο πάλιν παῖδες παρὰ πατέρων τὴν ... ἐξουσίαν Plb.6.8.4, κατὰ νόμον δὲ τὸν κελεύοντα τῶν τελευτώντων διαδέχεσθαι (τὰς ἀρχάς) τοὺς υἱεῖς según una ley que prescribe que al morir sus hijos hereden los cargos Arist.Pol.1293a29, τὴν δὲ δυναστείαν D.S.20.77, τὴν ἡγεμονίαν παρὰ τοῦ θεοῦ πατρός ref. al emperador Hadriano POxy.3781.6 (II d.C.), cf. Eus.HE 6.29.1
•en uso abs. οἱ διαδεχόμενοι los sucesores como estrategos, Lys.13.62, οἱ διαδεξάμενοι los sucesores de Alejandro, los diádocos Plb.9.34.11, 18.3.5;
b) ref. la dirección de escuelas filosóficas Πολέμωνος τελευτήσαντος ὁ Kράτης διαδεξάμενος ... τὴν διατριβήν Phld.Acad.Hist.Q.8, cf. 6.29, διαδεξάμενος δὲ αὐτὸν Μαρκίων ... ηὔξησε τὸ διδασκαλεῖον le sucedió Marción, que desarrolló su escuela Iren.Lugd.Haer.1.27.2;
c) ref. cargos relig. crist. τὴν λειτουργίαν αὐτῶν 1Ep.Clem.44.2, τὴν ἐκκλησίαν μετὰ τῶν ἀποστόλων Hegesippus Fr. en Eus.HE 2.23.4, τὴν ἐπισκοπὴν ... ἀπὸ τῶν ἀποστόλων Epiph.Const.Haer.27.6.3, τοῦ ... ἐπισκόπου Ζεβέννου τὸν βίον μεταλλάξαντος, Βαβυλᾶς τὴν ἀρχὴν διαδέχεται Eus.HE 6.29.4;
d) otros cont. (τοὺς νόμους) παρὰ τῶν θεῶν καὶ τῶν προγόνων Antipho 1.3, τὴν τάξιν ταύτην ἐκ προγόνων διαδεχόμενοι D.S.1.73, Φίλιππος πατρικὴν ἔχθραν διαδεδεγμένος πρὸς Ἰλλυρίους D.S.16.69, τοῦτον ... τὸν πλοῦτον παρὰ Ἀντισθένους (habla Diógenes), Luc.DMort.21.3, τὸν δέ γ' κύκλον Ἥλιος διεδέξατο ἀπὸ Κρόνου Vett.Val.243.2.
2 relevar en, tomar el relevo en frec. milit. οὔτε οὗτος ἤθελέ μοι τὴν ναῦν διαδέχεσθαι D.50.38, νεαλεῖς διαδέχοντο τὴν μάχην tropas de refresco tomaban el relevo en la batalla D.S.13.56.
3 en la conversación o el diálogo suceder en el uso de la palabra ἀνάγκη, ἔφη διαδεξάμενος τὸν λόγον ὁ Γλαύκων necesariamente, dijo Glaucón tomando la palabra Pl.R.576b, cf. D.H.Rh.8.14
•abs. tomar la palabra ὡς δὲ ἐπαύσατο λέγων Ἀλέξανδρος, διαδεξάμενοι ἔλεγον οἱ ἄγγελοι Hdt.8.142, cf. Pl.Lg.900c.
4 jur. heredar, recibir en herencia c. ac. de cosa τὸν διαδεξόμενον δ' αὐτὴν (τέχνην) οὔπω δύναμαι κτήσασθαι Lys.24.6, (σκηνήν) διαδεξάμενοι οἱ πατέρες ἡμῶν Act.Ap.7.45, τὴν οὐσίαν Artem.2.26, τὸν κλῆρον Iust.Nou.2.3 (p.14.28).
5 admin., en pap. sustituir en, suplir en un cargo o función, c. carácter temporal o interino, siempre en part. pres. o aor. διαδεξάμενος τὴν ἡγεμονίαν SB 11547.B.21 (III d.C.), διαδεχόμενος τότε καὶ τὰ τῇ διοικήσει διαφέροντα asumiendo también en aquel momento las funciones de procurador financiero, PThmouis 1.68.4 (II d.C.), ἀρχιερω[σύ] νην τῆ[ς Ὀξυρ] υγχειτῶν πόλεως PSI 1069.3 (III d.C.)
•frec. en el cargo de estratego, suplido por diversos funcionarios βασιλ(ικὸς) γραμματεὺς ... διαδεχόμενος τὰ κατὰ τὴν στρατηγίαν escriba real actuando como estratego en funciones o suplente, BGU 18.3, cf. SB 9312.16, 13175.1 (todos II d.C.), ἀπαιτητής διαδεχόμενος τὴν στρατηγίαν Wilcken Chr.375.1 (III d.C.), cf. BGU 199.3 (II d.C.), PAmh.81.1 (III d.C.), PRyl.596.4 (III d.C.).
II c. ac. de pers.
1 suceder, ser sucesor de οἱ τούτους διαδεξάμενοι Plb.18.3.6, διαδεξαμένου δὲ (τὸν πάππον) τοῦ πατρός μου Δημητρίου ἀκολούθως τε θεραπεύοντος τοὺς θε[ο] ύς IG 11(4).1299.7 (III a.C.), τῆς κατὰ Ῥώμην ἐκκλησίας Ποντιανὸν ἔτεσιν ἓξ ἐπισκοπεύσαντα διαδέχεται Ἀντέρως Antero sucede a Pontiano que había sido el obispo de la iglesia de Roma durante seis años Eus.HE 6.29.1, en la dirección de una escuela filosófica Φίλων ... διαδεξάμενος Κλει[τό] μαχον Phld.Acad.Hist.33.2.
2 milit. relevar, tomar el relevo de τὰ πεζικὰ στρατόπεδα διαδεξάμενα τοὺς εὐζώνους Plb.3.115.4.
3 jur. suceder legalmente, heredar a alguien αὐτὴ (ἡ μήτηρ) διαδεχέσθω τοὺς παῖδας Iust.Nou.2.3 (p.15.18), cf. 22.47.
4 admin. y relig., en pap. sustituir, suplir, asumir las funciones de c. carácter temporal o interino τοὺς προφήτας στολισταὶ διαδέχονται PGnom.193 (II d.C.), Διόφαντος ὁ διαδεχόμενος Διονυσόδωρον τὸν στρατηγόν SB 5238.13 (I d.C.), διαδεχόμενος τὸν Σεουηριανόν suplente de Severiano, PThmouis 1.84.10 (II d.C.).
5 táct. recoger, recuperar διαδεξάμενος ... διὰ τῶν διαστημάτων ἐν ταῖς σημαίαις εἴσω τοὺς ἀκροβολιζομένους recogiendo a través de los intervalos entre los manípulos a los escaramuzadores Plb.11.22.10.
6 fact. deponer, relevar c. suj. de la pers. que dispone el relevo y ac. de la pers. o el cargo reemplazado τὸν Παρμένιον διαδέχεται (Ἀλέξανδρος) Ps.Callisth.2.8B, τῶν δὲ Ῥωμαίων τὸν ὕπατον διαδεξαμένων D.S.24.1, en v. pas. διεδέχθη τῆς στρατηγίας fue depuesto del mando Eun.Hist.44.3.
7 intr. relevarse εἰ μὴ οἱ ἱππεῖς ... θηρῷεν διαδεχόμενοι a menos que los jinetes persiguiesen (a los onagros) relevándose (en la persecución), X.An.1.5.2, c. dat. (δεῖ) φρουροῦντας φρουροῦσιν διαδεχομένους Pl.Lg.758b, φασὶν ... τῷ ἡμερινῷ ἀγγέλῳ τὸν νυκτερινὸν διαδέχεσθαι X.Cyr.8.6.18, διαδεχόμενα τὰ ἄρρενα τοῖς θήλεσι Arist.HA 564a8.
B c. suj. no de pers.
1 c. ac. de pers. acaecer, sobrevenir διαδέξεται γὰρ ἡμᾶς σκυθρωπὰ πάντα pues nos acaecerá toda clase de desgracias Gr.Thaum.Pan.Or.16.48, τὰ μετὰ τὴν ἐνθένδε ἀπαλλαγὴν διαδεξόμενα αὐτόν Eus.HE 1.8.3.
2 c. ac. no de pers. suceder, ir detrás de, venir a continuación de τῶν ἤχων δι' ἀμεσότητος ἀλλήλους διαδεχομένων cuando los sonidos se suceden unos a otros con inmediatez Aristid.Quint.80.2, ὁπόταν τὸ σκυθρωπὸν τοῦ χειμῶνος ὁ τοῦ ἔαρος καιρὸς διαδέξηται Amph.Or.7.2.
3 intr. suceder, venir detrás νὺξ γὰρ εἰσάγει καὶ νὺξ ἀπωθεῖ διαδεδεγμένη πόνον una noche trae el dolor y la siguiente se lo lleva a su vez S.Tr.30, εὖροι καὶ ζέφυροι διαδεχόμενοι συνεχεῖς ἀεὶ πνέουσιν Arist.Mete.363a7.
French (Bailly abrégé)
f. δέξομαι, ao. διεδεξάμην, etc.
recevoir par succession, d'où
1 recevoir d'un autre : πλοῦτον παρά τινος LUC hériter de la fortune de qqn ; διαδέχεσθαι λόγον PLAT ou abs. διαδέχεσθαι HDT prendre la parole après qqn ; διαδέχεσθαι τὴν βασιλείαν POL succéder à qqn dans l'exercice de la royauté ; διαδέχεσθαι τινι, τινα succéder à qqn;
2 se succéder les uns aux autres : διαδέχεσθαι τοῖς ἵπποις XÉN se relayer avec des chevaux frais ; οἱ διαδεχόμενοι στρατηγοί LYS les généraux qui se succèdent dans le commandement.
Étymologie: διά, δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-δέχομαι overnemen:. δ. τὴν βασιληίην het koningschap overnemen Hdt. 4.161.1; δ. τὸν λόγον het woord overnemen Plat. Resp. 576b; τὸν διαδεξόμενον δ’ αὐτὴν οὔπω δύναμαι κτήσασθαι maar iemand die mijn bedrijf kan overnemen heb ik nog niet kunnen aantrekken Lys. 24.6. opvolgen; ptc. subst.:; οἱ διαδεχόμενοι de opvolgers Lys. 13.62; volgen op:; νὺξ γὰρ εἰσάγει καὶ νὺξ ἀπωθεῖ διαδεδεγμένη πόνον de ene nacht brengt ellende en de nacht die erop volgt verdrijft die weer Soph. Tr. 30; aflossen, met dat.: φασίν... τῷ ἡμερινῷ ἀγγέλῳ τὸν νυκτερινὸν διαδέχεσθαι men zegt dat de nachtelijke bode de bode van de dag aflost Xen. Cyr. 8.6.18.
German (Pape)
auf-, übernehmen, von einem früheren Besitzer überkommen; βασιλείαν Pol. 2.4.7; τὰ πράγματά τινος, Einem in der Regierung folgen, 9.29.1; τὴν ἀρχὴν παρά τινος 9.28.8; οἱ διαδεξάμενοι, bes. die Nachfolger Alexanders, 9.34.11; wie οἱ δ. στρατηγοί, die Nachfolger im Amte, Lys. 13.62; νόμον παρά τινος Antiph. 1.3; τέχνην, Lys. 24.6; λόγον, die Rede aufn., nach einem Andern reden, Plat. Rep. IX.576b; auch ohne λόγον, Her. 8.142; Plat. Legg. X.900c; auch τὴν ναῦν τινι, das Schiff von Einem übernehmen, Dem. 50.38; überhaupt nachfolgen, Plat. Legg. VI.758b; τινί, Xen. Cyr. 8.6.18; sonst τινά, ablösen, z.B. Strab. XVII.745; Pol. 3.115; – τοῖς ἵπποις, mit den Pferden, An. 1.5.2; vgl. Soph. Tr. 30.
Russian (Dvoretsky)
διαδέχομαι:
1 получать как преемник, принимать от предшественника, наследовать (τὸν πλοῦτον Luc. и τὴν ἀρχὴν παρά τινος Polyb.): δ. τινι Xen., Plat. и τινα Arst., Polyb. наследовать кому-л., быть чьим-л. преемником; διαδέξασθαί τινι τὴν ναῦν Dem. принять от кого-л. командование кораблем; ὁ διαδεξόμενος τὴν τέχνην Lys. человек, которому можно будет поручить свое ремесло; ὁ διαδεξάμενος στρατηγός Lys., Plut. преемник в должности командующего; οἱ διαδεξάμενοι Polyb. наследники, преимущ. Александра Македонского, диадохи; θηρῶσι διαδεχόμενοι, sc. τοῖς ἵπποις Xen. они охотятся, сменяя лошадей; εἶροι καὶ ζέφυροι διαδεχόμενοι συνεχεῖς ἀεὶ πνέουσιν Arst. юго-восточные и западные ветры постоянно дуют, непосредственно сменяя друг друга; νὺξ εἰσάγει καὶ νὺξ ἀπωθεῖ διαδεδεγμένη πόνον Soph. одна ночь приносит страдание, другая в свою очередь гонит его; διαδεξάμενοι ἔλεγον οἱ ἄγγελοι Her. тогда выступили с речью послы; ἔφη διαδεξάμενος τὸν λόγον ὁ Γλαύκων Plat. сказал в свою очередь Главкон; τὰ ἐν τῷ σώματι διαδεχόμενα μέρη ταῖς ἐργασίαις Arst. функционально замещающие друг друга части организма (физиол. викарные элементы);
2 смещать, заменять (τὸν ὕπατον Diod.).
English (Strong)
from διά and δέχομαι; to receive in turn, i.e. (figuratively) succeed to: come after.
English (Thayer)
1st aorist διεδεξαμην; properly, to receive through another anything left or bequeathed by him, to receive in succession, receive in turn, succeed to: τήν σκηνήν, the tabernacle, τήν ἀρχήν, τήν βασιλείαν, etc., in Polybius, Diodorus, Josephus, others) (Cf. δέχομαι.)
Greek Monolingual
(AM διαδέχομαι) (αποθ.) (με αιτ.)
1. παίρνω τη θέση ή αξίωμα που προηγουμένως είχε κάποιος άλλος
2. εναλλάσσομαι με κάποιον σε κάποια θέση
αρχ.-μσν.
1. κληρονομώ
2. (για άρχοντα) παραδίδω την αρχή»
αρχ.
δέχομαι κάτι από άλλον
2. ανακουφίζω αμοιβαία.
Greek Monotonic
διαδέχομαι: μέλ. -ξομαι,
I. αποθ., δέχομαι κάτι από κάποιον άλλο, Λατ. excipere, δ. λόγον, λαμβάνω, παίρνω το λόγο, δηλ. μιλώ δεύτερος, σε Πλάτ.· ομοίως και διαδέχεσθαι μόνο του, σε Ηρόδ.
II. 1. διαδέχεσθαί τινι, γίνομαι διάδοχος κάποιου, λαμβάνω τη θέση του, σε Ξεν.
2. απόλ., παίρνω τη θέση κάποιου, τοῖς ἵπποις, με ακούραστα άλογα, στον ίδ.· μτχ. Παθ. παρακ. διαδεδεγμένος, -η, -ον, διαδοχικά, κατά σειρά, σε Σοφ.· ομοίως, διαδεξάμενος, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
διαδέχομαι: μέλλ. -ξομαι· ἀποθ., δέχομαί τι ἐξ ἄλλου, Λατ. excipere, δ. λόγον, λαμβάνω τὸν λόγον, ὁμιλῶ δεύτερος, Πλάτ. Πολ. 576Β· (ὡσαύτως ἄνευ τοῦ λόγον, Ἡρόδ. 8. 142)· οὕτω, δ. νόμους, τέχνην Ἀντιφῶν 112. 1, Λυσ. 168. 35. 2) δ. τὴν ἀρχήν, διαδέχομαί τινα ἐν τῇ ἀρχῇ ἢ κυβερνήσει, Πολύβ. 2. 4. κτλ. (ἀνθ. οὗ ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸ ἐκδέκομαι, πρβλ. διάφ. γραφ. ἐν 26)· τὴν ναῦν δ. τινι, ἐπὶ τριηράρχου (πρβλ. διαδοχὴ Ι), Δημ. 1218. 23 ΙΙ. διαδέχεσθαί τινι, γίνομαι διάδοχός τινος, λαμβάνω τὴν θέσιν του, διαδέχομαι αὐτὸν (ἐν τῇ φρουρᾷ, κτλ.), Πλάτ. Νόμ. 758Β, Ξεν. Κύρ. 8,. 6, 18· ― βραδύτερον, δ. τινα Ἀριστ. Πολ. 4. 15, 7, Πολύβ. 17. 3, 6.
2) ἀπολ., λαμβάνω τὴν θέσιν τινός, τοῖς ἵπποις, δι’ ἀκουράστων ἵππων, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· διαδέχομαι, λαμβάνω τὸ ἀξίωμά τινος, οἱ διαδεχόμενοι στατηγοὶ Λυσ. 135. 30, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 10· οἱ διαδεξάμενοι, οἱ διάδοχοι (τοῦ Ἀλεξάνδρου), Πολύβ. 9. 34, 11· καὶ ὡς οὐσιαστ., οἱ Πύρρου δ. Ἀππ. Ἰλλυρ. 1· ― μετοχ. παθ. πρκμ., νὺξ εἰσάγει καὶ νὺξ ἀπωθεῖ διαδεδεγμένη, κατὰ σειράν, ἀμοιβαίως, Λατ. vicissim, Σοφ. Τρ. 30· οὕτω, διαδεξάμενοι Ἡρόδ. 8. 142, Πρ. Ἀποστ. 7. 45· πρβλ. διάδοχος. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., = Λατ. subrogare, Διόδ. Ἐκλογ. 2. 507.
Middle Liddell
fut. ξομαι
Dep.:
I. to receive one from another, Lat. excipere, δ. λόγον to take up the word, i. e. to speak next, Plat.; so διαδέχεσθαι alone, Hdt.
II. διαδέχεσθαί τινι to succeed one, Xen.
2. absol. to relieve one another, τοῖς ἵπποις with fresh horses, Xen.:—part. perf. pass. διαδεδεγμένος, η, ον, in succession, in turns, Soph.; so, διαδεξάμενος Hdt.
Chinese
原文音譯:diadšcomai 笛阿-得何買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-領受
字義溯源:依順序領受,相繼承受;由(διά)*=通過)與(δέχομαι)*=領受)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 相繼承受(1) 徒7:45