διαναρτάω

German (Pape)

[Seite 591] = ἀναρτάω, εἰς ἑαυτόν τι, Iambl.

Spanish (DGE)

suspender, fig. de abstr. dirigir hacia en v. pas. εἰς ἑαυτὸν διανηρτῆσθαι πάντα τὰ ἀγαθά Iambl.Protr.13 (p.72).