διαστήτην

French (Bailly abrégé)

v. διΐστημι.

Greek Monotonic

διαστήτην: Επικ. αντί δι-εστήτην, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του δι-ίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαστήτην ep. ind. stamaor. 3 dual. van διίσταμαι.