διασφάξ
English (LSJ)
διασφάγος, ἡ, (διασφάζω)
A any opening made by violence, rent, esp. gorge, through which a river runs, Hdt.2.158 (pl.),3.117, etc.; cleft in the earth, Lyc.317.
2 Medic., of divisions of blood vessels, Hp.Loc.Hom.3; fissure in the liver, Herophil. ap. Gal.2.570.
3 sluice, POxy.1188.24 (i A. D.).
II gill cavity, in fishes, Opp.H. 1.744.
2 = τὸ θῆλυ μόριον (vagina), Eust.897.60.
Spanish (DGE)
διασφάγος, ἡ
I 1desfiladero, garganta ἡ διῶρυξ ... ἔπειτα τείνει ἐς διασφάγας Hdt.2.158, ποταμὸς ... διὰ διασφάγος ἀγόμενος Hdt.3.117, διασφάγες τῶν ὀρέων Hdt.ib., cf. 7.199, 216, Str.11.14.13, Aristid.Or.21.11, Plu.2.515c (= Emp.A 14), 2.1126b (= Emp.A 14), Sud.
2 abertura, sima, fosa en la tierra, Lyc.317, cf. Sch.Lyc.316, 1064, Hdn.Epim.20
•hendidura, grieta en las rocas marinas, Ael.NA 1.23
•brecha, ruptura voluntaria de un dique en un canal de irrigación POxy.1188.24 (I d.C.).
3 estrecho, canal ἁλιπόρος διασφάξ canal por donde pasa el mar Luc.Trag.24.
II anat.
1 branquias Opp.H.1.744.
2 coño Eust.897.60.
3 fisura en el hígado, Herophil.62a.
German (Pape)
[Seite 605] διασφάγος, ἡ, Felsenspalte, Schlucht, Her. 2, 158. 3, 117. 7, 199, nach Gregor. Cor. διάσφαγες αἱ διεστῶσαι πέτραι, auch διασφᾶγες falsch accentuirt. Nach VLL. bei Com. = die weibliche Schaam.
French (Bailly abrégé)
διασφαγος (ἡ) :
1 intervalle entre deux rochers ; crevasse, précipice;
2 cavité.
Étymologie: διασφάττω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διασφάξ διασφάγος, ἡ [διά, σφάζω] kloof, ravijn; kanaal; geneesk. vertakking (van aderen).
Russian (Dvoretsky)
διασφάξ: διασφάγος (ᾰ) ἡ расселина, расщелина, скалистое ущелье Her., Plut., Luc.
Greek Monolingual
η (AM διασφάξ)
1. κάθε άνοιγμα που δημιουργήθηκε βίαια, χαράδρα, φαράγγι, βαθιά σχισμή βράχου, ρέμα
2. χάσμα στη γη
αρχ.
1. σχισμή αιμοφόρων αγγείων
2. σχισμή του ήπατος
3. σχισμή ή κοιλότητα γύρω από τα βράγχια τών ψαριών
4. το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -σφαξ < σφαξ (βλ. λ. σφάζω)].
Greek Monotonic
διασφάξ: διασφάγος, ἡ (σφάζω), κάθε άνοιγμα που προκαλείται βίαια, σχίσμα, ρήγμα, βραχώδης χαράδρα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
διασφάξ: διασφάγος, ἡ, (διασφάζω) πᾶν ἄνοιγμα βιαίως γινόμενον, σχίσμα, ῥῆγμα, ἰδίως βραχώδης χαράδρα, δι’ ἧς ῥέει ποταμός, ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 158., 3.117, κτλ. ΙΙ. καθόλου, κοιλότης, οἵα εὕρηται παρὰ τοῖς ἰχθύσιν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 744. 2) = αἰδοῖον γυναικεῖον, Valck. Σχόλ. Φοιν. 26, Ruhnk. Τίμ.
Middle Liddell
n [-σφάζω
any opening made by violence, a cleft, rocky gorge, Hdt.