διευλαβητέον

English (LSJ)

one must take heed to, τὰ τοιαῦτα Id.R.536a.

Spanish (DGE)

hay que guardarse de πάντα τὰ τοιαῦτα Pl.R.536a.

Greek (Liddell-Scott)

διευλαβητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διευλαβοῦμαι ταῦτα Πλάτ. Πολ. 536Α.

Greek Monotonic

διευλαβητέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να παίρνεται σοβαρά υπόψιν, σε Πλάτ.