διπλασμός

English (LSJ)

ὁ, = διπλασιασμός, Eust.1396.52, prob. l. in Plot.6.1.9.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 duplicación Eust.971.54, cf. Plot.6.1.9 (cj.), Hsch.
2 gram. geminación Eust.1396.52.
3 acción de cruzar los brazos en la espalda, Orib.25.40.8, v. διπλασιασμός 4.

Greek (Liddell-Scott)

διπλασμός: ὁ, (διπλάζω) = διπλασιασμός, Εὐστ. 1396. 52.

Greek Monolingual

διπλασμός, ο (Μ) διπλάζω
1. διπλασιασμός
2. μουσ. οκτάφωνη αντιφωνία, διάστημα ογδόης.

German (Pape)

ὁ, = διπλασιασμός, Eust. 1396.53.