διπλοκαρδία

Greek (Liddell-Scott)

διπλοκαρδία: ας, ἡ, διπροσωπία, Βαρνάβ. 20.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
doblez de corazón ὑποκρίσεις, δ., δόλος Didache 5.1, cf. Ep.Barn.20.1c.