διχηλέω

English (LSJ)

ὁπλὴν δ. divide the hoof, Arist.PA695a18 (v.l.), Aristeas 150, LXX Le.11.3, al., Ph.2.353 (διχηλεύω is v.l. in LXX De.14.6).

Spanish (DGE)

tener la pezuña hendida κτῆνος διχηλοῦν ὁπλήν LXX Le.11.3, De.14.6, 7, τό τε δ. καὶ τὸ μηρυκᾶσθαι el tener la pezuña hendida y el ser rumiante Ph.2.353
expl. alegóricamente como discernir y ref. a la memoria πάντα γὰρ ὅσα διχηλεῖ ... τοῖς νοοῦσιν ἐκτίθεται τὸ τῆς μνήμης Aristeas 153, cf. Ph.1.320.

Greek (Liddell-Scott)

διχηλέω: ὁπλήν δ, διῃρημένην, δισχιδῆ ἔχω τὴν ὁπλήν, Ἑβδ. Λευϊτ. 11. 2 κἑξ.), Φίλων 1. 320· ― οὕτω, διχηλεύω Κλήμ. Ἀλ. 298, 677.

German (Pape)

gespaltene Klauen haben, LXX.