δρακοντόκομος

English (LSJ)

δρακοντόκομον, with snaky locks, Nonn. D. 1.18, 47.552.

Spanish (DGE)

(δρᾰκοντόκομος) -ον
dud. adornado con serpientes δρακοντοκόμοιο δι' ἰξύος Nonn.D.35.221.

German (Pape)

[Seite 664] schlangenhaarig, Giganten, Nonn. D. 1, 18; Medusa, 47, 552.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκοντόκομος: -ον, ἔχων κόμην ὀφιοειδῆ, Νόνν. Δ. 1. 18.

Greek Monolingual

δρακοντόκομος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαλλιά σαν φίδια.