δρακοντόμορφος

English (LSJ)

δρακοντόμορφον, of serpentform, Lyc.1043, POxy.490.12 (ii A. D.).

Spanish (DGE)

(δρᾰκοντόμορφος) -ον
con forma de dragón o serpiente ἑρπετοί Lyc.1043, σφραγίς POxy.490.12 (II d.C.), δαίμονα ... δρακοντόμορφον τὸν ἀπὸ τῶν Διονυσιακῶν εἰδῶν ὑποστάντα Procl.in R.2.181, cf. T.Sal.18.1.

German (Pape)

[Seite 664] drachengestaltig, Lycophr. 1042.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκοντόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν δράκοντος, Λυκόφρ. 1043.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δρακοντόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή δράκοντα.