δραματουργέω
English (LSJ)
A = δραματοποιέω, τὸν διάλογον Ath.Epit.1.1f, cf. Max.Tyr.7.1; 'act a part', πάντα δ. J.BJ1.24.1, Alciphr.2.3.
II = πανουργέω, Hsch.
Spanish (DGE)
1 componer en forma teatral δραματουργεῖ δὲ τὸν διάλογον ὁ Ἀθήναιος ζήλῳ Πλατωνικῷ Ath.1f, δραματουργεῖν τι καινὸν ... δρᾶμα (habla Menandro), Alciphr.4.18.16
•fig. dramatizar, exagerar en v. pas. Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι δραματουργεῖται τὰ ἡμέτερα Basil.Ep.45.2.
2 inventar, fabular τοιαῦτα ἄλλ' ἄττα δραματουργῆσαι ἐθάρρησε Them.in Ph.62.6, κατ' ἐμοῦ δραματουργοῦσιν ἐγκλήματα inventan acusaciones contra mí Sopat.Rh.Tract.5.1, δραματουργεῖ δὲ ἡμῖν ἄλλην δραματουργίαν ὁ δεύτερος μιμολόγος Epiph.Const.Haer.24.3.2, cf. 23.1.6
•narrar de modo dramático en v. pas., subst. τὰ δεδραματουργημένα acontecimientos dramáticamente descritos, POxy.1873.12 (V d.C.).
3 fig. representar, presentar πρὸς τὴν φύσιν τῶν πραγμάτων ὧν δραματουργεῖ ὁ θεός Max.Tyr.1.1, κατὰ τοὺς τῶν αἱρετικῶν παῖδας ἐδραματούργησεν Ἰησοῦς τὴν ἔνσαρκον αὐτοῦ παρουσίαν Origenes Hom.1 in Lc.(p.7), en v. pas. ἃ δραματουργεῖται καὶ πλέκεται θαυμασίως ὑπὲρ ἡμῶν ref. a los padecimientos de Cristo, Gr.Naz.M.36.109C.
4 tramar, urdir πάντα δὲ περιεσκεμμένως δραματουργῶν I.BI 1.471, δυστυχῆ τραγῳδίαν, ἣν πονηρός τις δαίμων ... ἐδραματούργησεν Gr.Nyss.Ep.7.2, cf. Hsch., en v. pas. τὰ παρ' ἐκείνων δραματουργηθέντα ἐξετάσαι Ath.Al.Apol.Sec.44.1.
German (Pape)
[Seite 665] ein Drama machen, Alciphr. 2, 3; dramatisch darstellen, διάλογον Ath. I, 1 f u. Sp.
French (Bailly abrégé)
δραματουργῶ :
composer une pièce de théâtre.
Étymologie: δραματουργός.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱμᾰτουργέω: δραματοποιέω, Ἀθήν. 1F, Ἀλκίφρων 2. 3.