δρεπανη

Greek (Liddell-Scott)

δρεπᾰνη: -φόρος, ον, φέρων δρέπανονξίφος δρεπανοειδές, ἅρμα δ., ἔχον ἑκατέρωθεν δρέπανα, Λατ. currus falcatus, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 10, κτλ.