δυσδιόρθωτος

English (LSJ)

δυσδιόρθωτον, hard to set right, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 intransigente ἡλικία ref. a personas de edad, Gal.19.489.
2 difícil de enderezar, incorregible συνήθεια τοῦ κακοῦ Basil.Ep.213.1, ἡ ψυχή Chrys.M.59.385, de pers. οἱ λαοί Basil.M.30.301B, cf. Isid.Pel.Ep.M.78.1468B, Chrys.M.58.583, Hsch., Anecd.Ludw.16.3.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu verbessern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιόρθωτος: -ον, ὅν δύσκολον εἶνε νὰ διορθώσῃ τις, Ἡσύχ.