δυσημής

English (LSJ)

δυσημές, = δυσεμής (hard to make to vomit), Id.Aph.4.7.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [jón. plu. ac. δυσημέας Hp.Aph.4.7]
que vomita con dificultad Hp.l.c., Orib.8.1.40, cf. δυσεμής.

German (Pape)

schwer zum Erbrechen zu bringen.

Greek (Liddell-Scott)

δυσημής: -ές, = δυσεμής, Ἱππ. Ἁφ. 1249· δυσήμετος, ον, ὁ αὐτ. 1201.

Greek Monolingual

ο
βλ. δυσεμής.