δυσφρόντιστος

English (LSJ)

gloss on δυσηλεγής, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
I 1muy doloroso glos. a δυσηλεγής Sch.Hes.Th.652.
2 de abyectos pensamientos δυσκηδέα νύκτα· δυσφρόντιστον, κακὰς φροντίδας ἐμποιοῦσαν Sch.Od.5.466.
II adv. δυσφροντίστως = a disgusto, con malestar, δυσφροντίστως <ἔχει> Hsch.s.u. δυσαρεστεῖ.