είλημα

Greek Monolingual

το (AM εἴλημα)
μσν.- νεοελλ.
θόλος, καμάρα
αρχ.
1. οτιδήποτε έχει συστραφεί σπειροειδώς, κουλούρα
2. κάλυμμα
3. σπείρα κίονα.