και σοδιάζω1. αποθηκεύω, αποταμιεύω καρπούς και άλλα προϊόντα2. εισπράττωαρχ.-μσν.παθ. (για χρήματα) συνάγομαι συγκεντρώνομαι (στο ταμείο)μσν.κάνω προμήθειες.