εισοδιάζω

Greek Monolingual

και σοδιάζω
1. αποθηκεύω, αποταμιεύω καρπούς και άλλα προϊόντα
2. εισπράττω
αρχ.-μσν.
παθ. (για χρήματα) συνάγομαι συγκεντρώνομαι (στο ταμείο)
μσν.
κάνω προμήθειες.