εκείσε

Greek Monolingual

ἐκεῖσε και κεῖσε (AM)
επίρρ. (για στάση) εκεί
αρχ.
1. (για κίνηση) προς τα εκεί
2. στον άλλο κόσμο
3. (για λόγο) σε κείνο το σημείο.