ελαιηρός

Greek Monolingual

ἐλαιηρός, -ά, -όν (Α)
1. ελαιώδης, λαδερός («ἐλαιηρά δρόσος» — το λάδι)
2. (για αγγείο) αυτό στο οποίο τοποθετείται λάδι, ελαιοδόχος
3. (για έκταση γης) ελαιοπαραγωγός, ελαιοφόρος
4. αυτός που έχει τη διαύγεια ή τη στιλπνότητα του λαδιού
5. (ποιητ.) (για μέλισσα) μελιττοφόρος, που έχει άφθονη παραγωγή.