ενδοσκοπώ

Greek Monolingual

1. παρατηρώ, εξετάζω τον εσωτερικό κόσμο κάποιου, προσπαθώ να διεισδύσω στις σκέψεις ή στα συναισθήματα του
2. ιατρ. εξετάζω με τη βοήθεια ειδικών οργάνων, τών ενδοσκοπίων, το εσωτερικό ενός μέλους ή οργάνου του σώματος.