ενδότερος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνδότερος, -α, -ο)
1. εσώτερος, αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότερα
το εσωτερικό μιας χώρας ή τα εσωτερικά διαμερίσματα οικοδομήματος
αρχ.
επίρρ. ἐνδοτέρω
1. ακόμη πιο μέσα
2. (για βιβλίο) κατωτέρω, παρακάτω
3. φρ. α) «ἐνδοτέρω συστέλλω ἐμαυτόν» — γίνομαι υπερβολικά φειδωλός
β) «ἐνδοτέρω τῆς χρείας προσάγομαί τινα» — αναπτύσσω στενότερες σχέσεις με κάποιον.