ἐνθρύπτω και ποιητ. τ. ἐνιθρύπτω (Α) θρύπτωβουτώ και λειώνω κάτι σε υγρό, κάνω παπάρα («ἄρτος... ἐν οἴνῳ έντεθρυμμένος», Ιπποκρ.).