εξανδραποδίζω
Greek Monolingual
(Α ἐξανδραποδίζω) ανδραποδίζω
(για ανθρ. ή πολιτείες) κάνω κάποιον ανδράποδο, υποδουλώνω, υποτάσσω («ἀπέπεμπε ἐξανδραποδίσαντας Ἀθήνας», Ηρόδ.)
αρχ.
αρπάζω, σφετερίζομαι, δημεύω («καὶ πάντων τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς βίους», Πολ.).